3,274,919
edits
(6_20) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντᾰτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συντείνω]], δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C. | |lstext='''συντᾰτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συντείνω]], δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συντᾰτέον [συντείνω] adj. verb. van συντείνω men moet zich inspannen. Plat. Epist. 340c. | |||
}} | }} |