Anonymous

προσκαρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκαρτερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[επιμένω]] με [[ισχυρογνωμοσύνη]] σε [[κάτι]], [[εξακολουθώ]] με [[άκρα]] [[επιμονή]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσκολλώμαι [[σταθερά]] σε κάποιον άνθρωπο, είμαι [[πιστός]] σ' αυτόν, <i>τινί</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''προσκαρτερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[επιμένω]] με [[ισχυρογνωμοσύνη]] σε [[κάτι]], [[εξακολουθώ]] με [[άκρα]] [[επιμονή]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσκολλώμαι [[σταθερά]] σε κάποιον άνθρωπο, είμαι [[πιστός]] σ' αυτόν, <i>τινί</i>, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-καρτερέω, met dat. doorzetten (met), volharden (in):. τῇ προσευχῇ in het gebed NT Act. Ap. 1.14. blijven bij:; τῷ Φίλιππῳ bij Filippus NT Act. Ap. 8.13; trouw blijven aan.
}}
}}