προσκαρτερέω
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
Dor. ποτικαρτερέω IG42(1).63.4 (Epid., ii B.C.):—
A persist obstinately in, τῇ πολιορκίᾳ Plb.1.55.4, D.S.14.87; τῇ προφορᾷ Phld. Rh.1.158 S.; τῇ προσευχῇ Act.Ap.1.14: abs., X.HG7.5.14, Ph.Bel. 101.9, LXX Nu.13.21(20), J.BJ6.1.3, Ach.Tat.1.10; καίπερ ἀχθόμενοι τῇ καθέδρᾳ π. J.AJ5.2.6.
2 adhere firmly to a man, be faithful to him, τινι Plb.23.5.3, Act.Ap.8.13, 10.7; of servants, remain in one's service, D.59.120; of a κοσμητής, IG22.1028.84.
b remain in attendance at a court of law, τῷ βήματι, τῷ κριτηρίῳ, PHamb.4.7 (i A.D.), POxy.261.12 (i A.D.).
c devote oneself to an office or occupation, τῇ στρατηγίᾳ ib.82.4 (iii A.D.); τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ PAmh.2.65.3 (ii A.D.).
3 Pass., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος time diligently employed, D.S.2.29.
4 wait for a person, Φιλέᾳ POxy. 1764.4 (iii A.D.): abs., ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται PSI5.598.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 767] wobei beharren, ausdauern, emsig wobei sein, bleiben, τινί, z. B. τῇ πολιορκίᾳ, Pol. 1, 55, 4; auch von Personen, Jemandem anhangen, bei ihm aushalten, 24, 5, 3, wie Dem. θεραπαίνας τὰς Νεαίρᾳ τότε προσκαρτερούσας, 59, 120; τὸ πλῆθος τοῦ προσκαρτερουμένου χρόνου die Länge der darauf mit anhaltendem Fleiße verwandten Zeit, D. Sic. 2, 29.
French (Bailly abrégé)
προσκαρτερῶ :
persévérer dans, τινι.
Étymologie: πρός, καρτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καρτερέω, met dat. doorzetten (met), volharden (in):. τῇ προσευχῇ in het gebed NT Act. Ap. 1.14. blijven bij:; τῷ Φίλιππῳ bij Filippus NT Act. Ap. 8.13; trouw blijven aan.
Russian (Dvoretsky)
προσκαρτερέω:
1 настойчиво продолжать: π. τῇ πολιορκίᾳ Polyb. упорно вести осаду; ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος Diod. прилежно используемое время;
2 быть крепко преданным, оставаться верным (τινι Dem., Polyb.);
3 быть (все время) наготове, ожидать (εἶπεν, ἵνα πλοιάρια προσκαρτερῇ αὐτῷ NT).
Greek (Liddell-Scott)
προσκαρτερέω: ἐπιμένω μετὰ καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος, ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.
English (Strong)
from πρός and καρτερέω; to be earnest towards, i.e. (to a thing) to persevere, be constantly diligent, or (in a place) to attend assiduously all the exercises, or (to a person) to adhere closely to (as a servitor): attend (give self) continually (upon), continue (in, instant in, with), wait on (continually).
English (Thayer)
προσκαρτερῶ; future προσκαρτερήσω; (καρτερέω, from καρτερός (`strong,' 'steadfast'), of which the root is (τό) κάρτος for κράτος (`strength'; cf. Curtius, § 72)); to persevere (`continue steadfastly') in anything (cf. πρός, IV:4): of persons, with the dative of a thing, to give constant attention to a thing, ἐν (once) in brackets); τῇ προσευχή, ταῖς θηραις, Diodorus 3,17; τῇ πολιορκία, Polybius 1,55, 4; Diodorus 14,87; τῇ καθέδρα, persist in the siege, Josephus, Antiquities 5,2, 6); with the dative of a person, to adhere to one, be his adherent; to be devoted or constant to one: Demosthenes, p. 1386,6; Polybius 24,5, 3; (Diogenes Laërtius 8,1, 14); εἰς τί, to be steadfastly attentive unto, to give unremitting care to a thing, ἐν with a dative of place, to continue all the time in a place, Susanna 6); absolutely to persevere, not to faint (in a thing), Xenophon, Hell. 7,5, 14; to show oneself courageous, for הִתְחַזֵּק, to be in constant readiness for one, wait on continually: Mark 3:9.
Greek Monotonic
προσκαρτερέω: μέλ. -ήσω,
1. επιμένω με ισχυρογνωμοσύνη σε κάτι, εξακολουθώ με άκρα επιμονή, σε Ξεν. κ.λπ.
2. προσκολλώμαι σταθερά σε κάποιον άνθρωπο, είμαι πιστός σ' αυτόν, τινί, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to persist obstinately in, Xen., etc.
2. to adhere firmly to a man, be faithful to him, τινί Dem.
Chinese
原文音譯:proskarteršw 普羅士-卡而帖雷哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:向著-握住 相當於: (חָזַק)
字義溯源:誠摯向著,恆切,恆心,堅持,持久,專心於,常在一處,常常管理,常伺候;由(πρός)=向著)與(καρτερέω)=堅忍)組成;其中 (πρός)出自 (πρό)*=前,而 (καρτερέω)出自(κράτος)*=權力)。這字顯示恆一不變與堅持到底對基督徒生活的重要性。恒切堅持,向著二方面:
1)向著人,對某人忠誠( 可3:9)
2)向著事,恒切專心的禱告( 徒6:4)。
同義字:1) (προσκαρτερέω)恆切 2) (προσμένω)停住下去 3) (σύνειμι1)同在
出現次數:總共(10);可(1);徒(6);羅(2);西(1)
譯字彙編:
1) 恒切(2) 徒1:14; 徒2:46;
2) 要恒切(1) 羅12:12;
3) 常常管理(1) 羅13:6;
4) 你們要恆切(1) 西4:2;
5) 常伺候(1) 徒10:7;
6) 常在一處(1) 徒8:13;
7) 恒心(1) 徒2:42;
8) 要專心於(1) 徒6:4;
9) 伺候(1) 可3:9