Anonymous

κατᾴδω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾴδω:''' Ιων. -[[αείδω]], μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, [[τραγουδώ]] προς, Λατ. occinere, και παρομοίως·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[θέλγω]] ή [[κατευνάζω]] τραγουδώντας, σε Λουκ.· με δοτ., [[τραγουδώ]] [[ξόρκι]] ή επωδό ([[ἐπῳδή]]) σε κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεκουφαίνω]] με το [[τραγούδι]], σε Λουκ. — Παθ., έχω κάποιον [[μπροστά]] μου που τραγουδά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τραγουδώ]] ως [[επωδή]], ως ρυθμική ή μελωδική [[επανάληψη]], βάρβαρα [[μέλη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατᾴδω:''' Ιων. -[[αείδω]], μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, [[τραγουδώ]] προς, Λατ. occinere, και παρομοίως·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[θέλγω]] ή [[κατευνάζω]] τραγουδώντας, σε Λουκ.· με δοτ., [[τραγουδώ]] [[ξόρκι]] ή επωδό ([[ἐπῳδή]]) σε κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεκουφαίνω]] με το [[τραγούδι]], σε Λουκ. — Παθ., έχω κάποιον [[μπροστά]] μου που τραγουδά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τραγουδώ]] ως [[επωδή]], ως ρυθμική ή μελωδική [[επανάληψη]], βάρβαρα [[μέλη]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ᾴδω en κατ-αείδω zingen (van toverspreuken), met acc.:; κατῆιδε βάρβαρα μέλη ze zong vreemde liederen Eur. IT 1337; later uitbr. toezingen:. κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν (hij werd) van ’s morgens vroeg tot ’s avonds toegezongen Luc. 29.16. bezweren, betoveren, met dat.: καταείδοντες βοῇσι οἱ μάγοι τῷ ἀνέμῳ de magiërs bezwoeren de wind met toverspreuken Hdt. 7.191.2.
}}
}}