Anonymous

καταβλάπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβλάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πληγώνω]], [[βλάπτω]] σε μεγάλο βαθμό, [[καταστρέφω]], [[ζημιώνω]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
|lsmtext='''καταβλάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πληγώνω]], [[βλάπτω]] σε μεγάλο βαθμό, [[καταστρέφω]], [[ζημιώνω]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βλάπτω beschadigen; met acc. v. h. inw. obj.: βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ de schade die hij iem. heeft toegebracht Plat. Leg. 864e.
}}
}}