καταβλάπτω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλάπτω Medium diacritics: καταβλάπτω Low diacritics: καταβλάπτω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΠΤΩ
Transliteration A: katabláptō Transliteration B: katablaptō Transliteration C: katavlapto Beta Code: katabla/ptw

English (LSJ)

hurt greatly, damage, h.Merc.93, Pl.Lg.877b, Lex ap.D.23.28, etc.; βλάβην κ. τινά inflict damage upon him, Pl.Lg. 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους IG7.303.51 (Oropus); ὅ κα καταβλάψῃ for whatever damage he may have done, ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.

German (Pape)

[Seite 1340] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν αὐτοῦ H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.

French (Bailly abrégé)

nuire à, léser, acc..
Étymologie: κατά, βλάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλάπτω beschadigen; met acc. v. h. inw. obj.: βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ de schade die hij iem. heeft toegebracht Plat. Leg. 864e.

Russian (Dvoretsky)

καταβλάπτω: (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταβλάπτω: μέλλ. -βλάψω, μεγάλως βλάπτω, ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην καταβλάπτω τινά, ἐπιφέρω ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, αὐτόθι 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ αὐτόθι 1845. 103.

Greek Monolingual

καταβλάπτω (Α)
(επιτ. τ. του βλάπτω)
επιφέρω ζημιά, βλάβη σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταβλάπτω: μέλ. -ψω, πληγώνω, βλάπτω σε μεγάλο βαθμό, καταστρέφω, ζημιώνω, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to hurt greatly, damage, Hhymn., Plat.