Anonymous

δάσος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(8)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δάσο]] και [[δάσι]], το (AM [[δάσος]])<br /><b>1.</b> εκτεταμένη [[περιοχή]] με άγρια δέντρα φυτρωμένα [[πυκνά]]<br /><b>2.</b> (για τμήματα του αντρικού σώματος) το να [[είναι]] [[γεμάτος]] πυκνές [[τρίχες]] («[[δάσος]] τα στήθια του», «βδελυττομένη τὸ [[δάσος]] τοῡ σώματος» — τον σιχαινόταν που ήταν [[τριχωτός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] πυκνοφυτεμένη με οπωροφόρα ή άλλα [[ήμερα]] δέντρα («[[δάσος]] από λεμονιές»)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] αντικειμένων που μοιάζουν με δέντρα στο ύψος ή στην [[πυκνότητα]] («[[δάσος]] από κατάρτια», «[[δάσος]] από λόγχες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] απάτητο λόγω της πυκνής του βλάστησης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[δάσος]] απ' τα ξύλα του καίγεται» — οι άνθρωποι δυστυχούν εξαιτίας τών σφαλμάτων τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χειμερινὸν [[δάσος]]» — [[χειμαδιό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]]<br />ο τ. [[δάσο]] (<i>του δάσου</i>) αναλογικά [[προς]] τα ουδέτερα της β' κλίσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[ξύλο]]-<i>του ξύλου</i>, <i>το [[φυτό]]-<i>του φυτού</i>). Η λ. [[δάσος]] (αρχική [[σημασία]] «[[πυκνός]] σε δέντρα») σήμαινε ό,τι και η λ. [[δασύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>densus</i>). Με τη νεοελλ. [[σημασία]], που μαρτυρείται ήδη από τους μεταγενέστερους χρόνους, η λ. [[δάσος]] ταυτίζεται σημασιολογικά με την αρχ. ελλ. λ. <i>ύλη</i> «[[δάσος]]» [[αλλά]] και «[[ξυλεία]], δέντρα» και «υλικό» ([[σημασία]] με την οποία η λ. <i>ύλη</i> χρησιμοποιείται [[σήμερα]]). Τέλος η αρχ. ελλ. λ. <i>ίδη</i> σήμαινε «[[ξυλεία]], [[δάσος]], [[άλσος]]» [[αλλά]] και «[[δασωμένος]] [[λόφος]]» (για τη [[σημασία]] <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>silva</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δασώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασερός]], [[δασιασμένος]], [[δασικός]], [[δασίλα]], [[δασύλλιο]], [[δασώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δάσοφρυς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δασοσκέπαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασάρχης]], [[δασόβιος]], [[δασοδίαιτος]], [[δασόκλειστος]], [[δασοκόμος]], [[δασολόγος]], [[δασονόμος]], [[δασοπονία]], [[δασοπόνος]], [[δασοσκεπής]] [[δασοστατική]], [[δασοτέχνης]], [[δασοτόπι]], [[δασότοπος]], [[δασοτριχωμένος]], [[δασόφιλος]], [[δασοφυτρωμένος]], [[δασόφυτος]], [[δασοφυτεία]], [[δασοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[λεμονοδάσος]], [[πευκοδάσος]]].
|mltxt=και [[δάσο]] και [[δάσι]], το (AM [[δάσος]])<br /><b>1.</b> εκτεταμένη [[περιοχή]] με άγρια δέντρα φυτρωμένα [[πυκνά]]<br /><b>2.</b> (για τμήματα του αντρικού σώματος) το να [[είναι]] [[γεμάτος]] πυκνές [[τρίχες]] («[[δάσος]] τα στήθια του», «βδελυττομένη τὸ [[δάσος]] τοῡ σώματος» — τον σιχαινόταν που ήταν [[τριχωτός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] πυκνοφυτεμένη με οπωροφόρα ή άλλα [[ήμερα]] δέντρα («[[δάσος]] από λεμονιές»)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] αντικειμένων που μοιάζουν με δέντρα στο ύψος ή στην [[πυκνότητα]] («[[δάσος]] από κατάρτια», «[[δάσος]] από λόγχες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] απάτητο λόγω της πυκνής του βλάστησης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[δάσος]] απ' τα ξύλα του καίγεται» — οι άνθρωποι δυστυχούν εξαιτίας τών σφαλμάτων τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χειμερινὸν [[δάσος]]» — [[χειμαδιό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]]<br />ο τ. [[δάσο]] (<i>του δάσου</i>) αναλογικά [[προς]] τα ουδέτερα της β' κλίσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[ξύλο]]-<i>του ξύλου</i>, <i>το [[φυτό]]-<i>του φυτού</i>). Η λ. [[δάσος]] (αρχική [[σημασία]] «[[πυκνός]] σε δέντρα») σήμαινε ό,τι και η λ. [[δασύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>densus</i>). Με τη νεοελλ. [[σημασία]], που μαρτυρείται ήδη από τους μεταγενέστερους χρόνους, η λ. [[δάσος]] ταυτίζεται σημασιολογικά με την αρχ. ελλ. λ. <i>ύλη</i> «[[δάσος]]» [[αλλά]] και «[[ξυλεία]], δέντρα» και «υλικό» ([[σημασία]] με την οποία η λ. <i>ύλη</i> χρησιμοποιείται [[σήμερα]]). Τέλος η αρχ. ελλ. λ. <i>ίδη</i> σήμαινε «[[ξυλεία]], [[δάσος]], [[άλσος]]» [[αλλά]] και «[[δασωμένος]] [[λόφος]]» (για τη [[σημασία]] <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>silva</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δασώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασερός]], [[δασιασμένος]], [[δασικός]], [[δασίλα]], [[δασύλλιο]], [[δασώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δάσοφρυς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δασοσκέπαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασάρχης]], [[δασόβιος]], [[δασοδίαιτος]], [[δασόκλειστος]], [[δασοκόμος]], [[δασολόγος]], [[δασονόμος]], [[δασοπονία]], [[δασοπόνος]], [[δασοσκεπής]] [[δασοστατική]], [[δασοτέχνης]], [[δασοτόπι]], [[δασότοπος]], [[δασοτριχωμένος]], [[δασόφιλος]], [[δασοφυτρωμένος]], [[δασόφυτος]], [[δασοφυτεία]], [[δασοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[λεμονοδάσος]], [[πευκοδάσος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=δάσος -ους, zonder contr. -εος, τό [δασύς] kreupelhout.
}}
}}