Anonymous

σκευαγωγέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμαζεύω]] και [[μεταφέρω]] τα [[αγαθά]] και την κινητή [[περιουσία]] μου, σε Δημ., Αισχίν.
|lsmtext='''σκευᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμαζεύω]] και [[μεταφέρω]] τα [[αγαθά]] και την κινητή [[περιουσία]] μου, σε Δημ., Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευαγωγέω [σκευαγωγός] spullen vervoeren, zijn inboedel in veiligheid brengen. Dem. 18.36.
}}
}}