3,277,002
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμαζεύω]] και [[μεταφέρω]] τα [[αγαθά]] και την κινητή [[περιουσία]] μου, σε Δημ., Αισχίν. | |lsmtext='''σκευᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμαζεύω]] και [[μεταφέρω]] τα [[αγαθά]] και την κινητή [[περιουσία]] μου, σε Δημ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκευαγωγέω [σκευαγωγός] spullen vervoeren, zijn inboedel in veiligheid brengen. Dem. 18.36. | |||
}} | }} |