Anonymous

συμπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπήγνυμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-πήξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στέρεα δίπλα δίπλα, [[συναρμόζω]], [[συνδέω]], [[κατασκευάζω]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]] για τον εαυτό μου, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[στερεώνω]], κάνω [[κάτι]] συμπαγές, [[συμπυκνώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''συμπήγνυμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-πήξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στέρεα δίπλα δίπλα, [[συναρμόζω]], [[συνδέω]], [[κατασκευάζω]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]] για τον εαυτό μου, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[στερεώνω]], κάνω [[κάτι]] συμπαγές, [[συμπυκνώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. ( caus. ) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen.
}}
}}