Anonymous

κατειλυσπάομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατειλυσπάομαι''': Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ [[κάτω]] διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου [[ὅπερ]] ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.
|lstext='''κατειλυσπάομαι''': Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ [[κάτω]] διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου [[ὅπερ]] ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.
}}
}}