Anonymous

τρίζω: Difference between revisions

From LSJ
551 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίζω:''' (√<i>ΤΡΙΓ</i>), παρακ. <i>τέτρῑγα</i> (συνηθέστερο με [[σημασία]] ενεστ.), Επικ. μτχ. [[τετριγῶτες]], αντί <i>τετριγότες</i>· λέγεται για ήχους που βγάζουν τα ζώα, [[τσιρίζω]], [[ουρλιάζω]], λέγεται για μικρά πτηνά ή νεοσσούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για νυκτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φαντάσματα (δηλ. το θόρυβο που κάνουν οι ψυχές των πεθαμένων), τα οποία —στον Σαίξπηρ— «τσιρίζουν και μιλούν ασυνάρτητα», σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους ήχους, νῶτα [[τετρίγει]] (Επικ. υπερσ.) έτριξαν τα [[νώτα]] του [[παλαιστή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, [[τρίζω]] τα δόντια, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για [[χορδή]] μουσικού οργάνου, [[αντηχώ]] [[δυνατά]], [[βγάζω]] οξύ ήχο, σε Ανθ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''τρίζω:''' (√<i>ΤΡΙΓ</i>), παρακ. <i>τέτρῑγα</i> (συνηθέστερο με [[σημασία]] ενεστ.), Επικ. μτχ. [[τετριγῶτες]], αντί <i>τετριγότες</i>· λέγεται για ήχους που βγάζουν τα ζώα, [[τσιρίζω]], [[ουρλιάζω]], λέγεται για μικρά πτηνά ή νεοσσούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για νυκτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φαντάσματα (δηλ. το θόρυβο που κάνουν οι ψυχές των πεθαμένων), τα οποία —στον Σαίξπηρ— «τσιρίζουν και μιλούν ασυνάρτητα», σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους ήχους, νῶτα [[τετρίγει]] (Επικ. υπερσ.) έτριξαν τα [[νώτα]] του [[παλαιστή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, [[τρίζω]] τα δόντια, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για [[χορδή]] μουσικού οργάνου, [[αντηχώ]] [[δυνατά]], [[βγάζω]] οξύ ήχο, σε Ανθ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elnl
|elnltext=τρίζω perf. τέτριγα, onomat., piepen, krijsen, tjilpen, van dieren:; κατήσθιε τετριγῶντας (de slang) verslond ze(jonge vogels) terwijl ze piepten Il. 2.314; uitbr.:; ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο (de zielen) volgden kwetterend Od. 24.5; van geluiden van zaken:; τετρίγει... νῶτα hun ruggen kraakten Il. 23.714; τὰ ὦτα τέτριγε de oren suizen Hp. Morb. 2.55; causat.: τρίζει τοὺς ὀδόντας hij knerst met zijn tanden NT Marc. 9.18.
}}
}}