Anonymous

συνδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(39)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[δίδωμι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνδίδομαι</i><br />συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («συνδιδοῡναί μοι προθεσμίαν», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[συμπράττω]], [[συνεργώ]] με κάποιον<br />β) (για συμπτώματα αρρώστιας) [[υποχωρώ]], [[καταπαύω]]<br />γ) [[χαλαρώνω]]<br />δ) (για τα μάτια) [[βαθουλώνω]]<br />ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.
|mltxt=ΜΑ [[δίδωμι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνδίδομαι</i><br />συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («συνδιδοῡναί μοι προθεσμίαν», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[συμπράττω]], [[συνεργώ]] με κάποιον<br />β) (για συμπτώματα αρρώστιας) [[υποχωρώ]], [[καταπαύω]]<br />γ) [[χαλαρώνω]]<br />δ) (για τα μάτια) [[βαθουλώνω]]<br />ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-δίδωμι intrans. meewerken, ‘meegeven’. Hp. Art. 30. van ziekteverschijnselen minder worden.
}}
}}