συνδίδωμι

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐ́δωμι Medium diacritics: συνδίδωμι Low diacritics: συνδίδωμι Capitals: ΣΥΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: syndídōmi Transliteration B: syndidōmi Transliteration C: syndidomi Beta Code: sundi/dwmi

English (LSJ)

A contribute, τινί τι Plu.2.660c; ξηρὸν ἐς τὰ ἕλκεα Aret. CD1.8.
2 grant, τινὶ προθεσμίαν POxy.1130.22 (v A.D.):—Pass., to be allowed also, A.D.Adv.175.14.
II intr., cooperate, Hp.Art. 30.
2 abate, slacken, of symptoms, Id.Epid.3.1.ιβ, Aret.SD1.13; relax, opp. συντείνω, Hp.Off.23; of the eyes, sink in, Arist.Pr. 876a37.
3 extend, spread, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Aret.SA1.6.
4 τοῦ συνδοθέντος εἰς τὴν γαστέρα ὑγροῦ collected in the stomach, Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. δίδωμι), mit od. zugleich geben, zusammen geben, neben ἐποχετεύω, Plut. Symp. 4, prooem.; – pass. nachgeben, nachlassen, schwanken, Sp.

French (Bailly abrégé)

amasser, contribuer : τινί τι en qch à qch.
Étymologie: σύν, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνδίδωμι:
1 придавать, сообщать (τὸ φιλάνθρωπόν τινι Plut.);
2 вваливаться, становиться впалым (τὰ ὄμματα συνδίδωσι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδίδωμι: δίδω ὁμοῦ, συνεισφέρω, τινί τι Πλούτ. 2. 660Β. τι ἔς τι Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8. 2) παρέχω, χορηγῶ, παραχωρῶ ὡσαύτως, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 587. ΙΙ. ἀμετάβ., συνεργάζομαι, συνεργῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797. 2) ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, χαλαροῦμαι, ἐπὶ συμπτωμάτων νόσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1079· κλονοῦμαι, βυθίζομαι, ἀντίθετ. τῷ συντείνω, ὁ αὐτ. 748D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, βυθίζομαι, βαθύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2. 3) ἐκτείνομαι, ἁπλώνομαι, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Ἀριστ. Ὀξ. Παθ. Σημειωτ. 1. 6.

Greek Monolingual

ΜΑ δίδωμι
παθ. συνδίδομαι
συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον κάτι ταυτόχρονα με άλλον
2. παραχωρώ κάτι ακόμη («συνδιδοῦν αί μοι προθεσμίαν», πάπ.)
3. (αμτβ.) α) συμπράττω, συνεργώ με κάποιον
β) (για συμπτώματα αρρώστιας) υποχωρώ, καταπαύω
γ) χαλαρώνω
δ) (για τα μάτια) βαθουλώνω
ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δίδωμι intrans. meewerken, ‘meegeven’. Hp. Art. 30. van ziekteverschijnselen minder worden.