Anonymous

διαίρω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>τὸν αὐχένα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>διαράμενος</i> (ενν. <i>τὰ σκέλη</i>), με μεγαλοπρεπές [[βάδισμα]], σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. τὸ [[στόμα]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, σε Δημ.
|lsmtext='''διαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>τὸν αὐχένα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>διαράμενος</i> (ενν. <i>τὰ σκέλη</i>), με μεγαλοπρεπές [[βάδισμα]], σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. τὸ [[στόμα]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αίρω opheffen, ook med.:; τὴν βακτηρίαν διαράμενος met opgeheven stok Plut. Lys. 15.7; overdr.. διηρμένος verheven Luc. 59.45. verwijderen:; τὸν πόλεμον διάρας ἀπὸ τῆς... θαλάσσης nadat hij de oorlog van de zee weggehaald had Plut. Ages. 15.1; openen:. δ. τὸ στόμα zijn mond open doen Dem. 19.112.
}}
}}