Anonymous

διαίρω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαίρω]] (AM) [[αίρω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] [[μαζί]] μου [[κάτι]] [[κρυφά]] από τους άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξεγείρω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]]<br /><b>4.</b> <i>διαίρομαι</i><br />α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι<br />β) (η μτχ. παρακμ.) <i>διηρμένος</i><br />αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος.
|mltxt=[[διαίρω]] (AM) [[αίρω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] [[μαζί]] μου [[κάτι]] [[κρυφά]] από τους άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξεγείρω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]]<br /><b>4.</b> <i>διαίρομαι</i><br />α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι<br />β) (η μτχ. παρακμ.) <i>διηρμένος</i><br />αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>τὸν αὐχένα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>διαράμενος</i> (ενν. <i>τὰ σκέλη</i>), με μεγαλοπρεπές [[βάδισμα]], σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> δ. τὸ [[στόμα]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, σε Δημ.
}}
}}