3,277,068
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρέας:''' τό, Δωρ. [[κρῆς]]· Αττ. γεν. <i>κρέω</i>· πληθ. <i>κρέᾰ</i>, γεν. <i>κρεῶ</i>, Επικ. [[κρειῶν]] και <i>κρεάων</i>· δοτ. <i>κρέασι</i>, Επικ. επίσης·<br /><b class="num">1.</b> [[κρέας]], [[σάρκα]], [[κομμάτι]] κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[τρία]] [[κρέα]] ἢ καὶ [[πλέα]], σε Ξεν.· επίσης με περιληπτική [[σημασία]], παρασκευασμένο [[κρέας]], μαγειρεμένο [[κρέας]] ως [[έδεσμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σώμα]], [[άνθρωπος]], ὦ δεξιώτατον [[κρέας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κρέας:''' τό, Δωρ. [[κρῆς]]· Αττ. γεν. <i>κρέω</i>· πληθ. <i>κρέᾰ</i>, γεν. <i>κρεῶ</i>, Επικ. [[κρειῶν]] και <i>κρεάων</i>· δοτ. <i>κρέασι</i>, Επικ. επίσης·<br /><b class="num">1.</b> [[κρέας]], [[σάρκα]], [[κομμάτι]] κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[τρία]] [[κρέα]] ἢ καὶ [[πλέα]], σε Ξεν.· επίσης με περιληπτική [[σημασία]], παρασκευασμένο [[κρέας]], μαγειρεμένο [[κρέας]] ως [[έδεσμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σώμα]], [[άνθρωπος]], ὦ δεξιώτατον [[κρέας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρέας κρέως en κρέατος, τό, Dor. κρῆς, gen. κρέως, κρέατος; dat. κρέᾳ, κρέατι; plur. κρέα, κρέατα; gen. κρεῶν, κρεάτων, ep. κρεάων en κρειῶν; dat. κρέασι, ep. κρεάεσσι en κρέεσσι, vlees; portie vlees:; τοῦτο πόρε κρέας... Δημοδόκῳ geef deze portie vlees aan Demodocus Od. 8.477; κρέα ὀρνίθεια gevogelte Aristoph. Nub. 339; lijf, persoon:; νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν hij heeft in de zeeslag voor zijn leven gevochten Aristoph. Ran. 191; als vocat.. ὦ δεξιώτατον κρέας allerhandigst stuk vreten! Aristoph. Eq. 421. | |||
}} | }} |