Anonymous

καταβάδην: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβάδην:''' [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα [[κάτω]]· πρβλ. [[ἀναβάδην]].
|lsmtext='''καταβάδην:''' [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα [[κάτω]]· πρβλ. [[ἀναβάδην]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.
}}
}}