3,277,243
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσκολλώ]], [[συνδέω]] [[στενά]] με, [[προσμάσσω]] τὸν Πειραιᾶ τῇ πόλει, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>πλευραῖσι προσμαχθέν</i>, προσκολλημένο στις πλευρές του, λέγεται για δηλητηριώδη χιτώνα, σε Σοφ.· μτχ. Μέσ. αορ. αʹ, [[τηλέφιλον]] ποτιμαξάμενον, το [[φύλλο]] προσκολλήθηκε [[στενά]] στο [[χέρι]], κόλλησε, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''προσμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσκολλώ]], [[συνδέω]] [[στενά]] με, [[προσμάσσω]] τὸν Πειραιᾶ τῇ πόλει, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>πλευραῖσι προσμαχθέν</i>, προσκολλημένο στις πλευρές του, λέγεται για δηλητηριώδη χιτώνα, σε Σοφ.· μτχ. Μέσ. αορ. αʹ, [[τηλέφιλον]] ποτιμαξάμενον, το [[φύλλο]] προσκολλήθηκε [[στενά]] στο [[χέρι]], κόλλησε, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-μάσσω, Dor. aor. med. 3 sing. ποτεμάξατο, vastplakken aan: met dat..; πόλει... ἀριστώσῃ τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν terwijl de stad aan het lunchen was plakte hij de Piraeus eraan vast Aristoph. Eq. 815; (vast)drukken tegen:; ὃς δέ κε προσμάξῃ γλυκερώτερα χείλεσι χείλη en wie zijn lippen het lekkerst tegen andere lippen drukt Theocr. Id. 12.32; ook med.. ὅκα μοι... οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα toen de klap die ik erop gaf het (voorspellende) blaadje niets eens vastdrukte (op mijn arm) Theocr. Id. 3.29. | |||
}} | }} |