3,274,159
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που συνηχεί, που βρίσκεται σε ηχητική [[αρμονία]], σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· γενικά, αυτός που αντηχεί στις κραυγές, [[αντίλαλος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αρμονικός]], [[φιλικός]], αυτός που συμφωνεί με κάποιον, [[συναινετικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σύμφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που συνηχεί, που βρίσκεται σε ηχητική [[αρμονία]], σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· γενικά, αυτός που αντηχεί στις κραυγές, [[αντίλαλος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αρμονικός]], [[φιλικός]], αυτός που συμφωνεί με κάποιον, [[συναινετικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμφωνος -ον, Att. ook ξύμφωνος [σύν, φωνή] klinkend of zingend samen met, met dat..; Aristoph. Av. 659; uitbr. van een berg meeklinkend, weergalmend; Soph. OT 421; uitbr. harmonieus, in harmonie; subst. τὸ σύμφωνον harmonie. Plat. Phlb. 56a. overdr. harmonieus, overeenstemmend, eensgezind; met dat. met iets:; σύμφωνα οἷς ἔλεγες overeenstemmend met wat je zei Plat. Grg. 457e; βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα een leven waarin woorden overeenstemmen met daden Plat. Lach. 188d; ook met gen.:; ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα wat met dat soort zaken overeenstemt Plat. Phlb. 11b; met πρός + acc. Plat. Epist. 332d; ἐκ συμφώνου met wederzijdse instemming NT 1 Cor. 7.5 | |||
}} | }} |