Anonymous

γυναικόμορφος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ.
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw.
}}
}}