3,277,286
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ. | |lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw. | |||
}} | }} |