Anonymous

διανόημα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διανόημα:''' -ατος, τό, [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]], [[θεωρία]], [[αντίληψη]], [[απόφαση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διανόημα:''' -ατος, τό, [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]], [[θεωρία]], [[αντίληψη]], [[απόφαση]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=διανόημα -ατος, τό [διανοέομαι] gedachte, idee. geneesk. inbeelding, waanbeeld.
}}
}}