διανόημα
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
διανοήματος, τό, thought, notion, X.HG7.5.19, Isoc.3.9, Pl.Smp. 210d; διανοήματος εὐτέλεια Plu.2.40c; thought, opp. words, Pl.Prt. 348d, Phld.Po.2.30,40: pl., meanings of words, Id.Rh.2.190S.; esp. whim, sick fancy, Hp.Epid.1.23; intention, PLond.5.1724.15, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1intención, proyecto τελευτᾷ τὸ ἐπιχείρημα τῶν διανοημάτων Hp.Vict.1.2, τῆς φθορᾶς ... ὅλου τοῦ διανοήματος οὐ δειλίαν οὖσαν τὴν αἰτίαν no siendo la cobardía la causa de la ruina del proyecto en su conjunto Pl.Lg.688c, op. καρδία LXX Da.8.25, cf. Ez.14.3, εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα Eu.Luc.11.17, cf. D.C.57.5.5.
2 razonamiento ᾧ (νῷ μόνῳ) δὴ καὶ διανοήματι λάβωμεν αὐτοῦ por el cual (el intelecto solo) y por el razonamiento podamos concebirlo Pl.Lg.898e, τῶν διανοημάτων ἡ ἐκ τοῦ νοῦ φερομένη δύναμις Pl.Ti.71b, φιλοτίμων γὰρ ἀνδρῶν τὰ τοιαῦτα διανοήματα X.HG 7.5.19, τῶν μ[ὲ] ν ἐπὶ μέρους διανο[η] μάτων ἀπειρότατός ἐστιν Phld.Cont.4.12, τῶν μαθημάτων ἔσται καὶ τῶν διανοημάτων τὸ αἰσθητικόν Plot.4.3.29, μίμησις γὰρ οὐ χρῆσίς ἐστι τῶν διανοημάτων D.H.Rh.10.19, περὶ ... τούτου τοῦ διανοήματος ἄλλοι ἄλλως φανοῦσιν Vett.Val.147.1, γενναίως χρῆται τῷ διανοήματι Sch.Er.Il.19.174a, φαῦλον Phld.Po.C fr.h.17, cf. PLond.1724.15 (VI d.C.), γελοῖον Sch.Er.Il.4.310a
•op. λόγος pensamiento ἵνα ... καλοὺς λόγους ... τίκτῃ καὶ διανοήματα ἐν φιλοσοφίᾳ ἀφθόνῳ Pl.Smp.210d, cf. Hp.Epid.1.23, op. ῥῆμα Plu.2.40c, op. ἔργον: καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν διανοημάτων ἁπάντων ἡγεμόνα λόγον ὄντα Isoc.3.9, 15.257, op. πρᾶξις Arr.Epict.2.8.13, Nemes.Nat.Hom.M.40.741B, op. λόγος y ἔργον Pl.Prt.348d.
3 noción, idea, concepto περὶ θεῶν ... διανοήματα Pl.Epin.988c, como ‘contenido’ de la obra poética, op. σύνθεσις Phld.Po.B fr.11.1.2.
II significado στίχους ... ὑπὸ τὸ αὐτὸ δ. τάξαι Chrysipp.Stoic.2.255, cf. Phld.Rh.2.190, προστίθησι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καθ' ἕκαστον δ. D.Chr.36.12, 33.1.
German (Pape)
[Seite 592] τό, der Gedanke, die Meinung, der Entschluß; Plat. Prot. 548 d Conv. 210 d; – δ. διανοεῖσθαι, Legg. X, 903 a; Xen. Hell. 7, 5, 19; – Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pensée, idée.
Étymologie: διανοέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανόημα -ατος, τό [διανοέομαι] gedachte, idee. geneesk. inbeelding, waanbeeld.
Russian (Dvoretsky)
διανόημα: ατος τό
1 размышление, мысль (ἅπαν ἔργον καὶ λόγος καὶ δ. Plat.);
2 замысел, намерение: τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι χρῆσθαι τῶν διανοημάτων Plut. пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения.
Greek (Liddell-Scott)
διανόημα: τό, σκέμμα, ἰδέα, Πλάτ. Πρωτ. 348D, Συμπ. 210D, κτλ.· ἰδίως, φαντασία, ψευδὴς ἰδέα, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 959.
English (Strong)
from a compound of διά and νοιέω; something thought through, i.e. a sentiment: thought.
English (Thayer)
διανοήματος, τό (διανοέω, to think), a thought: Sept.; Sirach (circa 132 B.C.>?); often in Plato.)
Greek Monolingual
το (Α διανόημα) διανοούμαι
στοχασμός, διαλογισμός, σκέψη
αρχ.
(σε πληθ.) τα διανοήματα
νοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες.
Greek Monotonic
διανόημα: -ατος, τό, σκέψη, ιδέα, γνώμη, θεωρία, αντίληψη, απόφαση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διανόημα, ατος, τό, n [from διανοέομαι
a thought, notion, Plat.
Chinese
原文音譯:dianÒhma 笛阿-挪誒馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-心思(結果)
字義溯源:想法,意念;由(διά)*=通過)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 意念(1) 路11:17
English (Woodhouse)
Translations
meaning
Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Moroccan Arabic: معنى; North Levantine Arabic: معنى; South Levantine Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: 意義, 意义, 含義, 含义, 意思, 意味; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: waarde, betekenis; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: merkitys; French: signification, sens; Galician: significado; Georgian: მნიშვნელობა; German: Bedeutung; Greek: σημασία; Ancient Greek: βούλημα, βούλησις, διανόημα, διάνοια, διανοίη, διανοιία, διανοιΐα, δύναμις, ἔμφασις, ἐνθύμαμα, ἐνθύμημα, ἔννοια, ἐννοίη, νοούμενον, παρέμφασις, σαμασία, σημαινόμενον, σημασία, σημασίη, τὸ νοούμενον, τὸ σημαινόμενον; Gujarati: અર્થ; Hausa: ma'ana; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מַשְׁמָעוּת; Hindi: मतलब, अर्थ, मअनी; Hungarian: jelentés; Icelandic: merking; Indonesian: arti, makna, maksud; Italian: significato; Japanese: 意義, 意味; Kazakh: мағына; Khmer: សំនួន; Korean: 뜻, 의미(意味), 의의(意義); Kurdish Northern Kurdish: wate, mane; Kyrgyz: маани; Lao: ຄວາມຫມາຽ; Latvian: jēga, nozīme; Limburgish: beteikenis; Lithuanian: prasmė; Macedonian: значење; Malay: makna, erti, maksud; Malayalam: അർത്ഥം, സാരം; Mongolian Cyrillic: утга; Mongolian: ᠤᠳᠬ; ᠠ; Norwegian Bokmål: mening, betydning; Old English: andgiet; Pashto: معنى, معنا; Persian: معنی, مطلب; Polish: znaczenie; Portuguese: significado; Romanian: semnificație, sens; Russian: значение; Sanskrit: अर्थ; Scots: meanin; Serbo-Croatian Cyrillic: значе̄ње; Roman: znáčēnje; Slovak: význam; Slovene: pomen; Spanish: sentido, significado; Swahili: maana; Swedish: mening, betydelse; Tajik: маънӣ, маъно; Tatar: мәгънә; Thai: ความหมาย; Tocharian B: ārth; Turkish: anlam, mana, kasıt; Turkmen: many; Ukrainian: значення; Urdu: معنی, ارتھ, مطلب; Uyghur: مەنە; Uzbek: maʼno; Vietnamese: nghĩa, ý nghĩa), ý vị); Welsh: ystyr; West Frisian: betsjutting; Yiddish: טײַטש