Anonymous

παρεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πάρεδρος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] [[συνεχώς]] δίπλα, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, είμαι πάντα κοντά, Λατ. assidere, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους δικαστές, είμαι [[πραγματογνώμονας]] ή [[πάρεδρος]], σε Δημ.
|lsmtext='''παρεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πάρεδρος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] [[συνεχώς]] δίπλα, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, είμαι πάντα κοντά, Λατ. assidere, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους δικαστές, είμαι [[πραγματογνώμονας]] ή [[πάρεδρος]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρεδρεύω [πάρεδρος] zitten naast, met dat.: Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις moge jij (als hulp) zitten naast de bruid van Hades Eur. Alc. 746. in dienst zijn van, met dat.: τῷ θυσιαστηρίῳ π. dienst doen in de tempel NT 1 Cor. 9.13. jur. assessor zijn; ook met dat.: αὐτοῦ παρεδρεύοντος ἄρχοντι τῷ υἱεῖ toen hij assessor was van zijn zoon toen die archont was Dem. 21.178.
}}
}}