Anonymous

προσεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεδρεύω:''' ([[πρόσεδρος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] [[πλησίον]], είμαι πάντα δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Ευρ., Δημ.· [[προσεδρεύω]] τῷδιδασκαλείῳ, βρίσκομαι σε κανονική [[παρακολούθηση]] στο σχολείο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κάθομαι]] δίπλα και [[παρατηρώ]], <i>τοῖς πράγμασι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσεδρεύω:''' ([[πρόσεδρος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] [[πλησίον]], είμαι πάντα δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Ευρ., Δημ.· [[προσεδρεύω]] τῷδιδασκαλείῳ, βρίσκομαι σε κανονική [[παρακολούθηση]] στο σχολείο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κάθομαι]] δίπλα και [[παρατηρώ]], <i>τοῖς πράγμασι</i>, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσεδρεύω [πρός, ἕδρα] zitten naast; met dat..; προσεδρεύων πυρᾷ naast haar brandstapel zittend Eur. Or. 403; met prep. bep.. πρὸς τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων zich bij de school ophoudend (als hulpje) Dem. 18.258. druk bezig zijn met, zich toeleggen op; met dat..; προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι hij zal zich concentreren op zijn onderneming Dem. 1.18; met prep. bep.. πρὸς ἴδιον ἑκάστου π. druk bezig zijn met ieders eigen zaak Aristot. Pol. 1263a29.
}}
}}