3,273,773
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het\n of er moet gestopt worden. | |||
}} | }} |