Anonymous

παυστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het\n of er moet gestopt worden.
}}
}}