Anonymous

προσκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκοπέω:''' μέλ. <i>-κέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐσκεψάμην</i>, γʹ ενικ. υπερσ. [[προὔσκεπτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] εκ των προτέρων, [[εξετάζω]] [[καλά]], [[στοχάζομαι]], [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ [[σεωυτοῦ]], σε Ηρόδ.· <i>πάντα προσκοπεῖν</i>, σε Σοφ.· μὴ [[παθεῖν]] προεσκόπουν, προνόησαν για να μην υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>τὸ σὸν προσκοπούμενος</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρακολουθώ]] (όπως [[ένας]] [[πρόσκοπος]] ή [[κατάσκοπος]]), <i>τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>προσκοπουμένη πόσιν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτιμώ]], <i>τί τινος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. και υπερσ. με Παθ. [[σημασία]], [[υπολογίζομαι]] εκ των προτέρων, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''προσκοπέω:''' μέλ. <i>-κέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐσκεψάμην</i>, γʹ ενικ. υπερσ. [[προὔσκεπτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] εκ των προτέρων, [[εξετάζω]] [[καλά]], [[στοχάζομαι]], [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ [[σεωυτοῦ]], σε Ηρόδ.· <i>πάντα προσκοπεῖν</i>, σε Σοφ.· μὴ [[παθεῖν]] προεσκόπουν, προνόησαν για να μην υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>τὸ σὸν προσκοπούμενος</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρακολουθώ]] (όπως [[ένας]] [[πρόσκοπος]] ή [[κατάσκοπος]]), <i>τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>προσκοπουμένη πόσιν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτιμώ]], <i>τί τινος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. και υπερσ. με Παθ. [[σημασία]], [[υπολογίζομαι]] εκ των προτέρων, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-σκοπέω [πρόσκοπος] alleen praes. en imperf., voor de overige tijden zie προσκέπτομαι; imperf. προυσκόπουν act. voorzien, oog hebben voor, met acc.:; πάντα προσκοπεῖν alles voorzien Soph. Ant. 688; τὰ κοινά προσκοπεῖν voor het algemeen belang een open oog hebben Thuc. 1.120.1; voorzorgsmaatregelen nemen om, met fin. inf.: μὴ παθεῖν προὐσκόπουν zij namen voorzorgsmaatregelen om zelf buiten schot te blijven Thuc. 3.83.2. med. uitkijken naar; met acc..; ἐξῆλθον οἴκων προσκοπουμένη πόσιν ik ben het huis uitgekomen om uit te kijken naar mijn echtgenoot Eur. IA 1098; met afh. vraag; προσκοπεῖσθαι ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι uitkijken waar de vijand is Thphr. Char. 25.4; overdr. voor ogen houden:. τὸ σόν δὲ προσκοπούμενος met uw belang voor ogen Eur. Med. 460.
}}
}}