Anonymous

κάρφος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρφος:''' -εος, τό, [[ξερό]] [[κοτσάνι]], [[καλάμι]], Λατ. [[palea]], [[stipula]], ξύλινο [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]] ξύλου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., τα [[ξηρά]] ξύλα της κανέλας, σε Ηρόδ.· ξερά κλαδιά, κλωνάρια, ξύλινα πελεκούδια, καλάμια, [[τρίχες]] από [[μαλλί]], υλικά με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κάρφος:''' -εος, τό, [[ξερό]] [[κοτσάνι]], [[καλάμι]], Λατ. [[palea]], [[stipula]], ξύλινο [[πελεκούδι]], [[σκλήθρα]] ξύλου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., τα [[ξηρά]] ξύλα της κανέλας, σε Ηρόδ.· ξερά κλαδιά, κλωνάρια, ξύλινα πελεκούδια, καλάμια, [[τρίχες]] από [[μαλλί]], υλικά με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάρφος - εος, contr. -ους, τό [~ κάρφω] droog stukje hout takje, strootje, stokje; splinter:; τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου; de splinter in het oog van je broeder NT Mt. 7.3; spreekw.. κινεῖν μηδὲ κάρφος geen vin verroeren Aristoph. Lys. 474.
}}
}}