Anonymous

προσηχέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιλαλώ]] ή [[αντηχώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσηχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντιλαλώ]] ή [[αντηχώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσηχέω [προσηχής] weerklinken.
}}
}}