προσηχέω
From LSJ
English (LSJ)
A resound or reecho, re-echo, Plu.Alex.31; θαλάττῃ with the sea, Philostr.Im.2.16, cf. VS1.7; κύματα π. αἰγιαλοῖς Them.Or.2.27b: also c. dat. pers., τούτων ῥημάτων ἐμοὶ -ηχούντων Chor. in Jahrb.9.188.
II c. acc., π. μέλος τῇ σύριγγι, τῷ Μουσηγέτῃ, Him.Ecl.12.8, Or.14.3.
German (Pape)
[Seite 765] dazu, damit, daran tönen, hallen, Plut. Alex. 31 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
προσηχῶ :
résonner auprès de ou contre.
Étymologie: πρός, ἠχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηχέω [προσηχής] weerklinken.
Russian (Dvoretsky)
προσηχέω: отдаваться гулом, гудеть (ἐξ ἀχανοῦς πελάγους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσηχέω: ἀντηχῶ, ἠχῶ, Πλουτ. Ἀλέξ. 31· θαλάττῃ, μετὰ τῆς θαλάσσης, Φιλόστρ. 833, πρβλ. 487.
Greek Monotonic
προσηχέω: μέλ. -ήσω, αντιλαλώ ή αντηχώ, σε Πλούτ.