Anonymous

κόπος: Difference between revisions

From LSJ
421 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόπος:''' -ου, ὁ ([[κόπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χτύπημα]], [[χτύπος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]], [[κούραση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόπωση]], [[ξεθέωμα]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κόπος:''' -ου, ὁ ([[κόπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χτύπημα]], [[χτύπος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]], [[κούραση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόπωση]], [[ξεθέωμα]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόπος -ου, ὁ [κόπτω] het zich slaan (als teken van rouw):. στέρνων τε κόπους het slaan tegen de borst Eur. Tr. 794. pijn, kwelling, uitputting:. κόπῳ παρεῖμαι ik val om van uitputting Eur. Phoen. 852; ὁ κ. τῆς ἀγάπης het harde werk van de liefde NT 1 Thess. 1.3; μή μοι κόπους πάρεχε val mij niet lastig NT Luc. 11.7.
}}
}}