Anonymous

παραλύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έλῡσα</i>, παρακ. <i>-λέλῠκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ -ελύθην [ῡ], παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[χαλαρώνω]] από τα [[άκρα]], [[λύνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[δίνω]] [[τέλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., ξεζεύω ή [[ξεχωρίζω]], πολλοὺς παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος, στον ίδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατιῆς, [[απαλλάσσω]] από τη στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατηγίης, [[διώχνω]] από το [[στράτευμα]], στον ίδ.· τοὺς Ἀθηναίους [[παραλύω]] τῆς ὀργῆς, τους [[απελευθερώνω]] από..., σε Θουκ.· με αιτ. μόνο, [[αφήνω]] ελεύθερο, σε Ευρ. — Παθ., είμαι χωρισμένος από, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[απαλλάσσω]] από την [[υπηρεσία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]] δίπλα, δηλ. το ένα δίπλα στο [[άλλο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> στην Παθ., έχω [[αδυναμία]], είμαι [[παραλυμένος]], σε Αριστ.· γενικά, είμαι εξαντλημένος, [[καταπέφτω]], [[εξασθενίζω]], λέγεται για τις καμήλες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έλῡσα</i>, παρακ. <i>-λέλῠκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ -ελύθην [ῡ], παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[χαλαρώνω]] από τα [[άκρα]], [[λύνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[δίνω]] [[τέλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., ξεζεύω ή [[ξεχωρίζω]], πολλοὺς παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος, στον ίδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατιῆς, [[απαλλάσσω]] από τη στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατηγίης, [[διώχνω]] από το [[στράτευμα]], στον ίδ.· τοὺς Ἀθηναίους [[παραλύω]] τῆς ὀργῆς, τους [[απελευθερώνω]] από..., σε Θουκ.· με αιτ. μόνο, [[αφήνω]] ελεύθερο, σε Ευρ. — Παθ., είμαι χωρισμένος από, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[απαλλάσσω]] από την [[υπηρεσία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]] δίπλα, δηλ. το ένα δίπλα στο [[άλλο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> στην Παθ., έχω [[αδυναμία]], είμαι [[παραλυμένος]], σε Αριστ.· γενικά, είμαι εξαντλημένος, [[καταπέφτω]], [[εξασθενίζω]], λέγεται για τις καμήλες, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-λύω losmaken, verwijderen:; τὰ πηδάλια τῶν νεῶν de stuurriemen van de schepen Hdt. 3.136.2; overdr. bevrijden van: met gen.:; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατιῆς stel van mijn kinderen er één vrij van militaire dienst Hdt. 7.38.3; τοὺς Ἀθηναίους τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς de Atheners van de woede tegen hem Thuc. 2.65.1; pass.: παρελύθη Σμύρνη ὑπὸ Ἰώνων Smyrna werd afgescheiden door toedoen van de Ioniërs Hdt. 1.149.1. verlammen, uitputten:; δεξιὴ χεὶρ παρελύθη haar rechter arm was verlamd Hp. Epid. 1.26.13; ὡς ᾔσθετο τραυμάτων πλήθει παραλυόμενον toen hij merkte dat hij aan het grote aantal verwondingen dreigde te bezwijken Plut. Pyrrh. 28.7; overdr.: ἡ δύναμις ἅπασα τῆς πόλεως παρέλυθη de hele macht van de stad was verlamd Lys. 13.46.
}}
}}