3,277,286
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύνοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνάθροιση]] προκειμένου να επακολουθήσει [[σύσκεψη]], [[συνέλευση]], [[συνεδρίαση]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ξύνοδοι</i>, πολιτικοί σύλλογοι ή πολιτικές συνελεύσεις, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εθνική [[συνέλευση]], όπως το [[πανήγυρις]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]] [[δύο]] αντιπάλων στρατευμάτων, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνάθροιση]], [[πρόσοδος]], έσοδα, <i>χρημάτων σύνοδοι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένωση]], [[σύγκληση]], [[συνάντηση]], λέγεται για τα [[στενά]] του Ελλησπόντου, σε Ευρ.· ἡξύνοδος τοῦ [[πλησίον]] [[ἀλλήλων]] [[τεθῆναι]], [[ένωση]] που προκύπτει από [[προσέγγιση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">• [[σύνοδος]]:</b> ὁ, ἡ, = [[συνοδοιπόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σύνοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνάθροιση]] προκειμένου να επακολουθήσει [[σύσκεψη]], [[συνέλευση]], [[συνεδρίαση]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ξύνοδοι</i>, πολιτικοί σύλλογοι ή πολιτικές συνελεύσεις, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εθνική [[συνέλευση]], όπως το [[πανήγυρις]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]] [[δύο]] αντιπάλων στρατευμάτων, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνάθροιση]], [[πρόσοδος]], έσοδα, <i>χρημάτων σύνοδοι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένωση]], [[σύγκληση]], [[συνάντηση]], λέγεται για τα [[στενά]] του Ελλησπόντου, σε Ευρ.· ἡξύνοδος τοῦ [[πλησίον]] [[ἀλλήλων]] [[τεθῆναι]], [[ένωση]] που προκύπτει από [[προσέγγιση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">• [[σύνοδος]]:</b> ὁ, ἡ, = [[συνοδοιπόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύνοδος -ου, ἡ, Att. ook ξύνοδος [σύν, ὁδός] bijeenkomst, vergadering:; σύνοδον τὴν νῦν... ποιῆσαι de vergadering van vandaag houden Aristoph. Th. 301; αἱ... ἀρχαῖαι θυσίαι καὶ σύνοδοι de religieuze feesten en festivals van vroeger Aristot. EN 1160a26; omgang. Plut. Lyc. 15.10. botsing, aanval:. ἐν ὅπλοις ξ. gewapende aanval Aristoph. Ran. 1532. het samenkomen, de samentrekking:. κυάνεαι σύνοδοι θαλάσσης de donkere samenstromingen van de zee Eur. IT 393; ἡ τοῦ ὕδατος σ. de verdichting van water (tot ijs) Plat. Tim. 61a. conjunctie (van hemellichamen). Plut. Rom. 12.2. inkomsten:. χρημάτων σ. geldelijke inkomsten Hdt. 1.64.1. | |||
}} | }} |