Anonymous

δημότης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημότης:''' -ου, ὁ ([[δῆμος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένας]] από το λαό, [[κοινός]], [[λαϊκός]] [[άνθρωπος]], [[πληβείος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[δημότης]], [[πολίτης]], [[συμπολίτης]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αθήνα, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο, [[συνδημότης]], σε Σοφ.· θηλ. [[δημότις]], <i>-ιδος</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δημότης:''' -ου, ὁ ([[δῆμος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένας]] από το λαό, [[κοινός]], [[λαϊκός]] [[άνθρωπος]], [[πληβείος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[δημότης]], [[πολίτης]], [[συμπολίτης]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αθήνα, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο, [[συνδημότης]], σε Σοφ.· θηλ. [[δημότις]], <i>-ιδος</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημότης -ου, ὁ [δῆμος] gewone man, man uit het volk:. ἅτε δὴ δημότην... ἐόντα καὶ οἰκίης οὐ ἐπιφανέος omdat hij nu eenmaal een gewone man was en niet uit een aanzienlijk huis afkomstig Hdt. 2.172.2. medeburger, deme-genoot:. μέμψιν ἐκ... δημοτῶν kritiek van mijn medeburgers Eur. Alc. 1057; ἐμὸς... δημότης een deme-genoot van mij Plat. Ap. 33e. leek:. γνωστὰ λέγειν τοῖσι δημότῃσι voor leken begrijpelijke taal spreken Hp. VM 2.
}}
}}