Anonymous

πτῶμα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτῶμα:''' τό ([[πίπτω]], πέ-πτωκα),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πτώση]], [[πέσιμο]], [[πεσεῖν]] πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· <i>πίπτουσι πτώματ' αἰσχρά</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πτώση]], [[ατυχία]], [[δυστυχία]], Λατ. [[casus]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[κουφάρι]], [[πτῶμα]] Ἑλένης, <i>Ἐτεοκλέους</i>, στον ίδ.· επίσης, <i>πτώματα</i> μόνο, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πτῶμα:''' τό ([[πίπτω]], πέ-πτωκα),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πτώση]], [[πέσιμο]], [[πεσεῖν]] πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· <i>πίπτουσι πτώματ' αἰσχρά</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πτώση]], [[ατυχία]], [[δυστυχία]], Λατ. [[casus]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[κουφάρι]], [[πτῶμα]] Ἑλένης, <i>Ἐτεοκλέους</i>, στον ίδ.· επίσης, <i>πτώματα</i> μόνο, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πτῶμα -ατος, τό [πίπτω] val; ook overdr.:; ἡμῶν ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τοιοῦτον πτῶμα onze stad zou toen niet zo’n val gemaakt hebben Plat. Lach. 181b; overdr. ongeluk:. τὰ τῶν θεῶν γε πτώματα het ongeluk dat stamt van de goden Eur. HF 1228. gevallen lichaam, lijk:. ἦραν τὸ πτῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό ze namen het lijk op en begroeven het NT Mt. 14.12.
}}
}}