Anonymous

παραλειπτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.
}}
}}