3,277,220
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κληρόω:''' Δωρ. κλᾱρόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[κλῆρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ορίζω]] σε [[αξίωμα]] μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το <i>αἰρεῖσθαι</i> ή <i>χειροτονεῖν</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον κλήρο, [[τυχαίνω]], Λατ. designare, σε Ευρ. — Παθ., ορίζομαι με κλήρο, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] κλήρους, [[τραβώ]] κλήρους, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, <i>κληροῦσθαί τι</i>, έχω κληρωθεί, αποκτήσει με κλήρο, σε Ευρ., Αισχίν.· επίσης με γεν., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[παραχωρώ]], σε Πίνδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κλ. ὀμφάν</i>, [[χρησμοδοτώ]] με κλήρο, σε Ευρ. | |lsmtext='''κληρόω:''' Δωρ. κλᾱρόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[κλῆρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ορίζω]] σε [[αξίωμα]] μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το <i>αἰρεῖσθαι</i> ή <i>χειροτονεῖν</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον κλήρο, [[τυχαίνω]], Λατ. designare, σε Ευρ. — Παθ., ορίζομαι με κλήρο, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] κλήρους, [[τραβώ]] κλήρους, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, <i>κληροῦσθαί τι</i>, έχω κληρωθεί, αποκτήσει με κλήρο, σε Ευρ., Αισχίν.· επίσης με γεν., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[παραχωρώ]], σε Πίνδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κλ. ὀμφάν</i>, [[χρησμοδοτώ]] με κλήρο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κληρόω, Dor. κλαρόω [κλῆρος] act. loten; door loting aanwijzen, benoemen, met acc.:; κληρῶσαι τὴν μὲν ( μοῖραν ) ἐπὶ μονῇ, τὴν δ ’ ἐπὶ ἐξόδῳ door loting de ene groep aanwijzen om te mogen blijven en de andere om te vertrekken Hdt. 1.94.5; pass.:; τί με κωλύει κληροῦσθαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων; wat verhindert dat ik door loting een van de negen archonten word? Lys. 24.13; onpers.: κεκληρῶσθαι... αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων door het lot is beslist dat hij over de doden regeert Luc. 40.2. door loting toewijzen, verdelen, met acc. en dat.:; ἓν ( μέρος ) ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν zij wezen aan ieder door loting één deel toe Thuc. 6.42.1; pass.: ἵν ’ ἐκληρώθην δούλη (de tent van de meester) waar ik bij loting als slavin werd ingedeeld Eur. Hec. 100. med. bij loting ontvangen:; αἰχμαλωτίδων … δεσπότας κληρουμένων van krijgsgevangen vrouwen die hun meesters toegewezen krijgen Eur. Tr. 29; aan loting deelnemen:. ἄν... ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων wanneer hij komt om mee te loten voor lidmaatschap van de negen archonten Lys. 6.4. | |||
}} | }} |