3,274,831
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαΐζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάϊξα</i> ([[δαίω]] Β),<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] σε τεμάχια, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σφάζω]], [[φονεύω]], [[αφανίζω]], [[σκοτώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]], [[ξεριζώνω]], [[αποσπώ]], [[κατακόβω]]· <i>χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>χαλκῷ δεδαϊγμένος</i>, στο ίδ.· δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], με τρυπημένη [[καρδιά]], στο ίδ.· δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], μια [[καρδιά]] «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· [[δαϊχθείς]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]]· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ [[στήθεσσιν]], η [[ψυχή]] του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε [[αμφιβολία]], σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]], διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, απόψεις, [[διχόγνωμος]], στο ίδ. | |lsmtext='''δαΐζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάϊξα</i> ([[δαίω]] Β),<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] σε τεμάχια, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σφάζω]], [[φονεύω]], [[αφανίζω]], [[σκοτώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]], [[ξεριζώνω]], [[αποσπώ]], [[κατακόβω]]· <i>χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>χαλκῷ δεδαϊγμένος</i>, στο ίδ.· δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], με τρυπημένη [[καρδιά]], στο ίδ.· δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], μια [[καρδιά]] «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· [[δαϊχθείς]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]]· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ [[στήθεσσιν]], η [[ψυχή]] του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε [[αμφιβολία]], σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]], διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, απόψεις, [[διχόγνωμος]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαΐζω [1. δαίομαι] ep. inf. δαϊζέμεναι; aor. ἐδάϊξα, pass. ἐδαΐχθην; perf. med.-pass. δεδάϊγμαι, ep. plqperf. 3 sing. δεδάϊκτο; fut. δαΐξω, doorklieven, doorboren, splijten, verscheuren, meestal met een wapen in de strijd:; εὖτ ( ε ) … Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ wanneer hij Argivers doodde door ze te doorklieven met scherp brons Il. 24.393; τοὺς Ἀχιλεὺς ἐδάϊζε die Achilles doorkliefde (met zijn wapen, d.w.z. doodde) Il. 21.147; δ. χαλκῷ ῥωγαλέον (iets) met brons doorboren zodat het verscheurd wordt Il. 2.416; pass. met acc. resp.:; Ἄρητον … δεδαϊγμένον ἦτορ Aretos met zijn borst doorkliefd Il. 17.535; met het wapen als subj.:; ἕξ … διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onvermoeibare brons boorde zich door zes lagen Il. 7.247; ook buiten de strijd:; διαμοιρᾶσθαι δαΐζων in stukken snijden (met een mes) Od. 14.434; κόμην δ. het haar uitrukken (met de handen) Il. 18.27; overdr.:; λοιγός … τάνδε πόλιν δαΐζων vernietiging die deze stad splijt Aeschl. Suppl. 680; ook pass.: verscheurd, verdeeld zijn (door angst, zorg of twijfel):. δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδι ( α ) in tweeën gespleten in zijn hart Il. 14.20; ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν zo was het hart verdeeld in de borst van de Achaeërs Il. 9.8; ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ met een verscheurd hart Od. 13.320. | |||
}} | }} |