3,274,831
edits
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[σχίζω]] στα δύο, [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[τεμαχίζω]], [[σφάζω]], [[φονεύω]]<br />(«δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]<br /><b>4.</b> (για τα μαλλιά) [[ξεριζώνω]] («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων»)<br /><b>5.</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br />(«ὥρμανε δαϊζόμενος κατἀ θυμὸν διχθάδια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό σε -<i>ίζω</i> του ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ), ενώ η [[υπόθεση]] ότι προέρχεται από <i>δă</i>-<i>Fos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δατέομαι]]) δεν φαίνεται πειστική].———————— <b>(II)</b><br />[[δαΐζω]] και [[δάζω]] (Μ)<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (μσν. επίθ.) [[δάος]] «γρήγορος» (για [[άλογο]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[σχίζω]] στα δύο, [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[τεμαχίζω]], [[σφάζω]], [[φονεύω]]<br />(«δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]<br /><b>4.</b> (για τα μαλλιά) [[ξεριζώνω]] («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων»)<br /><b>5.</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br />(«ὥρμανε δαϊζόμενος κατἀ θυμὸν διχθάδια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό σε -<i>ίζω</i> του ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ), ενώ η [[υπόθεση]] ότι προέρχεται από <i>δă</i>-<i>Fos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δατέομαι]]) δεν φαίνεται πειστική].———————— <b>(II)</b><br />[[δαΐζω]] και [[δάζω]] (Μ)<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (μσν. επίθ.) [[δάος]] «γρήγορος» (για [[άλογο]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δαΐζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάϊξα</i> ([[δαίω]] Β),<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] σε τεμάχια, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σφάζω]], [[φονεύω]], [[αφανίζω]], [[σκοτώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]], [[ξεριζώνω]], [[αποσπώ]], [[κατακόβω]]· <i>χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>χαλκῷ δεδαϊγμένος</i>, στο ίδ.· δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], με τρυπημένη [[καρδιά]], στο ίδ.· δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], μια [[καρδιά]] «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· [[δαϊχθείς]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]]· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ [[στήθεσσιν]], η [[ψυχή]] του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε [[αμφιβολία]], σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]], διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, απόψεις, [[διχόγνωμος]], στο ίδ. | |||
}} | }} |