Anonymous

κυβερνάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠβερνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Λατ. gubernare,<br /><b class="num">1.</b> [[διευθύνω]], [[καθοδηγώ]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., [[ενεργώ]] ως [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άρχω]], [[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]], σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''κῠβερνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Λατ. gubernare,<br /><b class="num">1.</b> [[διευθύνω]], [[καθοδηγώ]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., [[ενεργώ]] ως [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άρχω]], [[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]], σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυβερνάω van schepen en wagens besturen. uitbr. besturen, leiden, beheersen, regeren:; γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα het inzicht, dat alles bestuurt Heracl. B 41; ook met gen.: κυβερνᾶν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων de leiding hebben over goden en mensen Plat. Smp. 197b.
}}
}}