Anonymous

σπαθάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπᾰθάω:''' μόνο σε ενεστ.,· στην [[υφαντική]], [[χτυπώ]] προς τα [[κάτω]] το [[υφάδι]] με τη [[σπάθη]], [[πλέκω]] στον αργαλειό· μεταφ., [[λίαν]] σπαθᾶν, [[κατασπαταλώ]], [[καταξοδεύω]], είμαι [[άσωτος]], [[φράση]] αργκό που δηλώνει τη [[σπατάλη]] χρημάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[σπαθάω]] τὰ χρήματα, σε Πλούτ.· Παθ., ἐσπαθᾶτο [[ταῦτα]], αυτά ήταν τα ωφελήματα που κατασπαταλήθηκαν, σε Δημ.
|lsmtext='''σπᾰθάω:''' μόνο σε ενεστ.,· στην [[υφαντική]], [[χτυπώ]] προς τα [[κάτω]] το [[υφάδι]] με τη [[σπάθη]], [[πλέκω]] στον αργαλειό· μεταφ., [[λίαν]] σπαθᾶν, [[κατασπαταλώ]], [[καταξοδεύω]], είμαι [[άσωτος]], [[φράση]] αργκό που δηλώνει τη [[σπατάλη]] χρημάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[σπαθάω]] τὰ χρήματα, σε Πλούτ.· Παθ., ἐσπαθᾶτο [[ταῦτα]], αυτά ήταν τα ωφελήματα που κατασπαταλήθηκαν, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαθάω [σπάθη] met de spaan de inslag vastduwen (bij het weven); uitbr. aan het weefgetouw werken. overdr. te dicht weven, teveel wol gebruiken, spilziek zijn, verkwisten:. οὐ... ἐρῶ γ ’ ὡς ἀργὸς ἦν, ἀλλ ’ ἐσπάθα. ἐγὼ δ ’ ἄν... ἔφασκον... ‘ λίαν σπαθᾷς ’ ik zal niet zeggen dat (mijn vrouw) lui was: ze was aldoor aan het naaien! Ik zei haar regelmatig ‘je naait te hard’ (gecompliceerde woordspeling op vrouwenwerk, sexuele activiteit en financiële verkwisting) Aristoph. Nub. 55. op touw zetten. Dem. 19.43.
}}
}}