καλλιρρημοσύνη: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιρρημοσύνη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[γλαφυρότητα]], [[κομψότητα]] γλώσσας, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αλαζονική [[γλώσσα]], στον ίδ.
|lsmtext='''καλλιρρημοσύνη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[γλαφυρότητα]], [[κομψότητα]] γλώσσας, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αλαζονική [[γλώσσα]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [καλός, ῥῆμα] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.
}}
}}