καλλιρρημοσύνη

English (LSJ)

ἡ,
A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27.
II braggart language, Id.DDeor.21.2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [καλός, ῥῆμα] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.

German (Pape)

ἡ, Wohlredenheit; Dion.Hal. Thuc. 23; Luc. D.D. 21.2, Großsprecherei.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐρρημοσύνη:плавность речи, бойкий язык Luc.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.

Greek Monolingual

καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.

Greek Monotonic

καλλιρρημοσύνη: ἡ,
I. γλαφυρότητα, κομψότητα γλώσσας, σε Λουκ.
II. αλαζονική γλώσσα, στον ίδ.

Middle Liddell

καλλιρρημοσύνη, ἡ,
I. elegance of language, Luc.
II. braggart language, Luc. [from καλλιρρήμων

Translations

eloquence

Arabic: بَلَاغَة, فَصَاحَة; Belarusian: красамоўства; Bulgarian: красноречие, красноречивост; Catalan: eloqüència; Chinese Mandarin: 雄辯, 雄辩, 口才; Czech: výmluvnost, výřečnost; Dutch: welbespraaktheid, eloquentie; Esperanto: elokventeco; Finnish: kaunopuheisuus; French: éloquence; German: Redegewandtheit, Eloquenz, Sprachfertigkeit, Beredsamkeit, Redseligkeit, Redseligkeit; Greek: ευγλωττία, ευφράδεια; Ancient Greek: ἀγορητύς, ἐλλογιμότης, εὐγένεια, εὐγλωσσία, εὐγλωττία, εὐέπεια, εὐεπίη, εὐρημοσύνη, καλλιρρημοσύνη, λογιότης, μοῖσα, μοῦσα, μῶα, μῶσα, πολυφραδία, πολυφραδμοσύνα, πολυφραδμοσύνη, ῥητορεία, ῥώμη τοῦ λέγειν; Hindi: वाक्‌चातुर्य, वाक्‌पटुता, वाग्मिता, फ़साहत, बलाग़त, वक्तृता, सुवचन; Hungarian: ékesszólás, beszédkészség; Italian: eloquenza; Japanese: 雄弁; Latin: facundia, eloquium; Macedonian: речитост, красноречивост; Norwegian Bokmål: veltalenhet, språkferdighet; Old Norse: málsnild, málsnilld; Persian: بلاغت, فصاحت; Polish: elokwencja; Portuguese: eloquência; Romanian: elocvență; Russian: красноречие; Serbo-Croatian Cyrillic: рѐчито̄ст, рјѐчито̄ст, краснорѐчиво̄ст, краснорјѐчиво̄ст; Roman: rèčitōst, rjèčitōst, krasnorèčivōst, krasnorjèčivōst; Slovak: výrečnosť; Slovene: zgovornost; Spanish: elocuencia; Swahili: usemaji; Swedish: elokvens, vältalighet; Tajik: балоғат, фасоҳат; Turkish: belagat, konuşma sanatı; Ukrainian: красномовство, красномовність