Anonymous

συμπερασματικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπερασματικός -ή -όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).
}}
}}