Anonymous

ζωστήρ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ζώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ζωνάρι]]· στην Ιλ. [[πάντοτε]] λέγεται για [[ζώνη]] πολεμιστή, η οποία περνούσε γύρω από τα [[πλευρά]] και ασφάλιζε το [[κάτω]] [[μέρος]] του <i>[[θώρακος]]</i>· στην Οδ., [[ζώνη]] με την οποία οι χοιροβοσκοί περιέβαλαν, έσφιγγαν τον χιτώνα στη [[μέση]] τους.<br /><b class="num">2.</b> [[έπειτα]] = [[ζώνη]], [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[θάλασσα]] που περιβάλλει τη [[στεριά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζωστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ζώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ζωνάρι]]· στην Ιλ. [[πάντοτε]] λέγεται για [[ζώνη]] πολεμιστή, η οποία περνούσε γύρω από τα [[πλευρά]] και ασφάλιζε το [[κάτω]] [[μέρος]] του <i>[[θώρακος]]</i>· στην Οδ., [[ζώνη]] με την οποία οι χοιροβοσκοί περιέβαλαν, έσφιγγαν τον χιτώνα στη [[μέση]] τους.<br /><b class="num">2.</b> [[έπειτα]] = [[ζώνη]], [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[θάλασσα]] που περιβάλλει τη [[στεριά]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζωστήρ -ῆρος, ὁ [ζώννυμι] riem, band, gordel (voor mannen, vaak van soldaten).
}}
}}