Anonymous

συμπληρόω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμβάλλω]] στην [[πλήρωση]], στο [[γέμισμα]], [[συμπληρόω]] τοῖσι Ἀθηναίοισι [[τὰς]] [[νέας]], [[βοηθώ]] τους Αθηναίους να επανδρώσουν τα πλοία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμίζω]] εντελώς, ξυμπληρόω [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], [[επανδρώνω]] πλήρως [[εξήντα]] πλοία, σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμβάλλω]] στην [[πλήρωση]], στο [[γέμισμα]], [[συμπληρόω]] τοῖσι Ἀθηναίοισι [[τὰς]] [[νέας]], [[βοηθώ]] τους Αθηναίους να επανδρώσουν τα πλοία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμίζω]] εντελώς, ξυμπληρόω [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], [[επανδρώνω]] πλήρως [[εξήντα]] πλοία, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πληρόω, Att. ook ξυμπληρόω [συμπλήρης] helpen te vullen, alleen van schepen helpen te bemannen, samen (met...) bemannen, met dat. en acc.. Hdt. 8.1.1. helemaal vullen, opvullen; met dat. met iets; ook med.; van schepen helemaal bemannen.
}}
}}