Anonymous

περιπατέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[περίπατος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περπατώ]] πάνω και [[κάτω]], [[περιδιαβαίνω]], σε Αριστοφ., Ξεν.· γενικά, [[περπατώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]], δηλ. ζω, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περιπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[περίπατος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περπατώ]] πάνω και [[κάτω]], [[περιδιαβαίνω]], σε Αριστοφ., Ξεν.· γενικά, [[περπατώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]], δηλ. ζω, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=περιπατέω [περίπατος] rondwandelen; overdr. een... leven leiden, met adv.: ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν laten wij in alle openheid eerzaam leven NT Rom. 13.13.
}}
}}