Anonymous

γυναικισμός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(8)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γυναικισμός]]) [[γυναικίζω]]<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αδυναμία]] του γυναικείου φύλου σε [[σύγκριση]] ή [[σχέση]] με το ανδρικό.
|mltxt=ο (AM [[γυναικισμός]]) [[γυναικίζω]]<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αδυναμία]] του γυναικείου φύλου σε [[σύγκριση]] ή [[σχέση]] με το ανδρικό.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.
}}
}}