γυναικισμός

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικισμός Medium diacritics: γυναικισμός Low diacritics: γυναικισμός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: gynaikismós Transliteration B: gynaikismos Transliteration C: gynaikismos Beta Code: gunaikismo/s

English (LSJ)

ὁ, womanish weakness, Plb.30.18.5, cf. Phld.Mus.p.16K., D.S.31.15, Plu.Caes.63.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.Caes.63
ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, weibisches Benehmen, Pol. 30, 16, 5; Plut. Caes. 63.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
timidité ou pusillanimité de femme.
Étymologie: γυναικίζω.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικισμός:женственность, женская слабость Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικισμός: ὁ, γυναικώδης ἀδυναμία, Πολύβ. 30.16,5.

Greek Monolingual

ο (AM γυναικισμός) γυναικίζω
συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
η αδυναμία του γυναικείου φύλου σε σύγκριση ή σχέση με το ανδρικό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.