3,277,226
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψωλός:''' ὁ, αυτός που έχει κάνει [[περιτομή]], [[λάγνος]], αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ψωλός:''' ὁ, αυτός που έχει κάνει [[περιτομή]], [[λάγνος]], αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507. | |||
}} | }} |