3,277,819
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κήδευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[συγγένεια]] από γάμο ή συμπεθέρεμα, Λατ. offinitas, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ποιητ. αντί [[κηδεστής]], [[κάποιος]] που συνδέεται με αυτό τον τρόπο, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''κήδευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[συγγένεια]] από γάμο ή συμπεθέρεμα, Λατ. offinitas, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ποιητ. αντί [[κηδεστής]], [[κάποιος]] που συνδέεται με αυτό τον τρόπο, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κήδευμα -ατος, τό [κηδεύω] aanverwantschap;; παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων oude aanverwantschap wijkt voor nieuwe Eur. Med. 76; poët. concr.: ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα heer, zwager van mij Soph. OT 85. | |||
}} | }} |